- προεκβιβαζω
- προεκβιβάζωπρο-εκβῐβάζωнаправлять раньше
(τινὰ εἰς πόλεμον Polyb. - v. l. προεμβιβάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰ εἰς πόλεμον Polyb. - v. l. προεμβιβάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκβιβάζω — Α εξαπολύω, ρίχνω κάποιον σε μάχη πρόωρα («παρεκάλουν αὐτὸν μὴ προεκβιβάζειν σφᾱς εἰς τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκβίβάζω «αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος»] … Dictionary of Greek